κορώνη

κορώνη
I
Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης.
Ιστορία. Η Κ. οφείλει την ονομασία της στην αρχαία ομώνυμη πόλη, που βρισκόταν στα δυτικά παράλια του Μεσσηνιακού κόλπου. Ιδρύθηκε το 365 π.Χ. πάνω στα ερείπια της ομηρικής πόλης Αιπείας, από Βοιωτούς αποίκους, υπό την ηγεσία του (καταγόμενου από την Κορώνεια της Βοιωτίας) Επιμηλίδη. Άκμασε πολύ γρήγορα και κατά τον 2o αι. π.Χ. εμφανιζόταν είτε ως αυτόνομη πόλη (191 π.Χ.) είτε ως μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας (183 π.Χ.). Κοντά στον σημερινό οικισμό Πεταλίδι σώζονται ερείπια από τα τείχη, το λιμάνι και την ακρόπολή της. Στην παραλία, Ν της αρχαίας πόλης, έχουν αποκαλυφθεί τα λιγοστά ερείπια του ιερού του Απόλλωνα Κορύθου.
Η μεσαιωνική Κ. ιδρύθηκε τον 6o αι. μ.Χ., όταν οι κάτοικοι της αρχαίας Κ. εγκατέλειψαν την πόλη τους, εγκαταστάθηκαν στη θέση που κατείχε η αρχαία μεσσηνιακή Ασίνη και έδωσαν στον νέο τόπο της εγκατάστασής τους την ονομασία της προηγούμενης πατρίδας τους. Η νέα αυτή Κ. αναφέρεται σε χρονικά του 11ου και του 12ου αι. ως μικρή οχυρή πόλη. Το 1205 την κατέλαβαν οι Φράγκοι και ο ηγεμόνας της Αχαΐας, Γουλιέλμος Σαμπλίτ, την παραχώρησε στον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Με την εκδίωξη των Φράγκων από τον ενετικό στόλο το 1206, εγκαινιάστηκε η περίοδος της ενετοκρατίας για την Κ., που διήρκεσε έως το 1500. Κατά την περίοδο αυτή η Κ. απέκτησε μεγάλη σημασία εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, οχυρώθηκε με ισχυρό φρούριο και αποτέλεσε σταθμό ανεφοδιασμού των ενετικών πλοίων που ταξίδευαν προς την Ανατολή. Παράλληλα, αποτέλεσε πόλο έλξης για πλήθος Εβραίων, Αλβανών, Ελλήνων και Ενετών εμπόρων και εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, που εξήγαγε λάδι, μέταλλα, πρινόκοκκο και διέθετε ιδιαίτερα ακμάζουσα βιομηχανία πολιορκητικών μηχανών. Κατά το β’ μισό του 13ου αι. οι Ενετοί κατασκεύασαν ναύσταθμο στο λιμάνι της πόλης. Η Βενετία διόριζε στην πόλη έναν φρούραρχο, ο οποίος με τους δύο συμβούλους του λάμβανε αποφάσεις με ισχύ νόμου και ήταν υπεύθυνος για την αποστολή των ετήσιων φόρων στη Βενετία. Στην πόλη υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος. Το 1500 η Κ. παραδόθηκε από τους κατοίκους της στους Τούρκους. Αυτό αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, καθώς η Κ. δεν αποτελούσε απλώς ένα από τα κυριότερα λιμάνια της αλλά και σπουδαίο στρατιωτικό έρεισμά της κατά των Τούρκων στην Ανατολή. Η τουρκική κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι το 1828, με εξαίρεση τις περιόδους 1531-33, οπότε η πόλη βρισκόταν υπό την κατοχή του συμμαχικού στρατού της Ισπανίας και των ιπποτών της Μάλτας, και 1687-1715, όταν οι Ενετοί ανακατέλαβαν την πόλη. Μολονότι η Κ. υπήρξε από τις πρώτες πόλεις που επιχείρησαν να απελευθερώσουν οι επαναστάτες το 1821 και παρά τις επανειλημμένες τους προσπάθειες, ελευθερώθηκε μόλις τον Αύγουστο του 1828 από τους Γάλλους του Μεζόν, οι οποίοι και την παρέδωσαν στο ελληνικό κράτος.
Κατάλοιπα της μεσαιωνικής οχύρωσης στην Κορώνη της Μεσσηνίας.
Η Κορώνη βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου
II
Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 15 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 283 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου.
* * *
η (ΑM κορώνη)
1. η κουρούνα
2. ναυτ. το άκρο τής πρύμνης τών παλαιών ιστιοφόρων πλοίων το οποίο ήταν ελαφρά υπερυψωμένο και έφερε συνήθως το εθνικό έμβλημα με διάφορες ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις, κν. καλκάνι
αρχ.
1. (στον Όμηρο) θαλάσσιο πτηνό, η θαλάσσια καρακάξα («σκῶπες τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι», Ομ. Οδ.)
2. το άσμα που τραγουδιόταν στους γάμους μετά τον υμέναιο
3. ο κρίκος τής πόρτας από τον οποίο αυτή σύρεται («θύρην δ' ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέη», Ομ. Οδ.)
4. άκρο
5. το κορώνισμα*
6. απόφυση τού πήχεος, τού βραχίονα
7. το καμπύλο άκρο τού ρυμού τού αρότρου στο οποίο έδεναν τον ζυγό με τον ζευγλόδεσμο
8. (κατά τον Ησύχ.) είδος στεφάνου
9. φρ. α) «κορώνην ἐπιτίθημί τινι» — τελειώνω κάτι («χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῑναι», Λουκιαν.)
β) «κορώνη Δαυλία» — το αηδόνι (Αριστοφ.)
10. παροιμ. «κορώνη τὸν σκορπίον (ἥρπασε)» — γι' αυτούς που επιχειρούν τα δύσκολα και επικίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει παρεκτεταμένο θ. kor-on που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kor- τής ΙΕ ρίζας *ker- «ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων» και συνδέεται με άλλες ονομ. πτηνών, πρβλ. κόραξ, κόραφος, όπως και με λατ. cornix «κουρούνα» και ουμβρ. curnaco «κουρούνα». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως μεταφορικά με τη γενική έννοια τής κυρτότητας (κυρτό άκρο τής πρύμνης, κρίκος τής πόρτας, άκρη τού τόξου, απόφυση τού βραχίονα, άκρο τόξου κ.λπ.). Η μτφ. αυτή χρήση τής λ. οφείλεται πιθ. στην κυρτότητα τού ράμφους και τών ποδιών τού πτηνού αυτού (πρβλ. κόραξ, λατ. corvus, γαλλ. corbeau, αγγλ. crow). Με τη μτφ. αυτή έννοια τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή corona «στέμμα» και από αυτήν η Ελληνική (πρβλ. κορόνα). Κατ' άλλη άποψη, η λ. κορώνη με την έννοια τής καμπυλότητας, όπως και οι τ. κορωνίς, κορωνός, ανάγονται στην ίδια ρίζα με τη λ. κυρτός*.
ΠΑΡ. κορωνίδα(ίς)
αρχ.
κορώνεως, κορωνιδεύς, κορωνίζω, κορωνίης, κορώνιος, κορωνόν, κορωνός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κορωνόπους
αρχ.
κορωνεκάβη, κορωνοβόλος
αρχ.-μσν.
κορωνοπόδιον
μσν.
κορωνόβιος
νεοελλ.
κορωνοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. τετρακόρωνος, τρικόρωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κορώνη — shearwater fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — shearwater fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορώνῃ — Κορώνη shearwater fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνῃ — κορώνη shearwater fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορώνη — Sp Korònė Ap Κορώνη/Koroni L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Κορώνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας …   Dictionary of Greek

  • Κορωνᾶν — Κορώνη shearwater fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνᾶν — κορώνη shearwater fem gen pl (doric aeolic) κορωνός curved masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορωνέων — Κορώνη shearwater fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνέων — κορώνη shearwater fem gen pl (epic ionic) κορωνός curved masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”